Storytelling: Μία αποδοτική τεχνική σύνδεσης των brands με τους καταναλωτές!

Storytelling: Μία αποδοτική τεχνική σύνδεσης των brands με τους καταναλωτές!

Το storytelling, δηλαδή η μετάδοση ιστοριών με σκοπό την ψυχαγωγία, την ενημέρωση και την διαπαιδαγώγηση του κοινού χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο από τα brands με στόχο από τη μια αυτά να καταστούν πιο « ανθρώπινα» στα μάτια των καταναλωτών κι από την άλλη να δείξουν με παραστατικό και γλαφυρό τρόπο –μέσα από την χρήση εικόνων και μηνυμάτων- ότι σχετίζονται με τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των υποψήφιων αγοραστών. Συνεπώς, ένα brand που υιοθετεί μια στρατηγική μάρκετινγκ που στηρίζεται στη δημιουργία, δημοσίευση και διάδοση υλικού επιδιώκοντας να προσελκύσει πελάτες, καταφεύγει στη χρήση της τεχνικής του storytelling, δηλαδή της  αφήγησης ιστοριών σχετικών με τον λόγο ύπαρξης, τα προϊόντα τις υπηρεσίες και τις ανάγκες που αυτό εξυπηρετεί.
Δείτε το πλήρες Infographic…

Οι ιστορίες συνιστούν τον πιο παλιό κι ενδιαφέροντα τρόπο μετάδοσης γνώσεων και πληροφοριών καθώς και σύνδεσης με τον αποδέκτη κι αυτό γιατί πυροδοτούν συναισθήματα που επηρεάζουν με τη σειρά τους  τη λήψη αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, τα brands επιχειρούν ολοένα και περισσότερο να αφηγούνται ιστορίες για τα προϊόντα τους  την αποστολή και τις αξίες τους περιβάλλοντάς τα με εικόνες και λέξεις που ξυπνούν συναισθήματα, ώστε να διαφοροποιηθούν από τα υπόλοιπα και να προσελκύσουν με δημιουργικό κι εκλεπτυσμένο τρόπο περισσότερους πελάτες. Κι αντίστοιχα οι υποψήφιοι αγοραστές μέσω αυτών των ιστοριών δημιουργούν μια πιο προσωπική σχέση με τα brands, καθώς έχουν την αίσθηση ότι αντανακλούν βιώματα και εμπειρίες τους ή ότι πρωταγωνιστούν οι ίδιοι στις ιστορίες αυτές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη βάση σχετικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία 8 στους 10 καταναλωτές επιθυμούν τα brands να διηγούνται ιστορίες. Πιο συγκεκριμένα, 79% των ενήλικων Βρετανών καταναλωτών θεωρούν ότι είναι καλή ιδέα τα brands να καταφεύγουν στο storytelling  και το 64% αυτών πιστεύουν ότι τα brands το εφαρμόζουν αποτελεσματικά. Μάλιστα, το storytelling είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στους Βρετανούς ηλικίας 18-34 ετών δεδομένου ότι η νέα γενιά έχει πιο εκλεπτυσμένο γούστο από τις υπόλοιπες όσον αφορά την ποιότητα του υλικού που διαδίδουν τα brands μέσω του διαδικτύου, ενώ είναι και δεινός χρήστης  των νέων τεχνολογιών και επικοινωνιών.
Αδιαμφισβήτητα, το γέλιο κάνει καλό στην ανθρώπινη υγεία και μια χιουμοριστική ιστορία μπορεί να βελτιώσει τη διάθεση του αποδέκτη. Άλλωστε όσο πιο αγχωτικοί είναι οι ρυθμοί της καθημερινότητας και όσο πιο πολύ περνάει ο χρόνος αφήνοντας τα σημάδια του στους ανθρώπους, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ανάγκη τους να ευθυμούν.  Ομοίως, για τους ίδιους λόγους αρκετά δημοφιλείς είναι και οι ιστορίες που συμβάλλουν στην πνευματική ανάταση κι αναπτέρωση του ηθικού καθώς κι αυτές που παρακινούν το κοινό τους σε δράση. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Βρετανών καταναλωτών και ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωμένοι (άνω των 55 ετών κι ακολούθως  αυτοί που έχουν ηλικία 45-54 ετών και 35-44 ετών) φαίνεται να αρέσουν ιδιαίτερα τις ιστορίες των brands που είναι χιουμοριστικές και δευτερευόντως αυτές που τους εμπνέουν να γίνουν πιο δραστήριοι και να έχουν μια πιο θετική στάση ζωής.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι αυθεντικές ανθρώπινες ιστορίες «ξυπνούν μνήμες και συναισθήματα»  και προσδίδουν κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο σε ένα brand με το οποίο οι υποψήφιοι αγοραστές μπορούν τελικά να ταυτιστούν ή να συνδεθούν. Οι καταναλωτές τελικά ενδιαφέρονται περισσότερο να μάθουν από απλούς καθημερινούς ανθρώπους που έχουν τις ίδιες προτιμήσεις, ανάγκες, ανησυχίες και επιθυμίες με αυτούς για το πως τα προϊόντα ενός brand μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά τη ζωή τους. Χαρακτηριστικά, το 66% των ερωτηθέντων Βρετανών ενδιαφέρονται να δουν και να ακούσουν περισσότερο ιστορίες για κανονικούς/συνηθισμένους ανθρώπους παρά σχόλια των πελατών/χρηστών (38%), ή για φανταστικούς χαρακτήρες ή διάσημες προσωπικότητες ή ιστορίες των εργαζομένων μιας εταιρίας ή του ιδρυτή ενός brand. Αυτή η προτίμηση είναι πιο έντονη στους καταναλωτές ηλικίας 18-34 ετών, ενώ αντίθετα η ηλικιακή ομάδα που προτιμά τη χρήση φαντασιακού περιεχομένου είναι οι καταναλωτές άνω των 55 ετών, στην προσπάθειά τους να αποδράσουν από την πραγματικότητα και την δύσκολη καθημερινότητα.
Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι ο πιο διαδεδομένος τρόπος αφήγησης των ιστοριών είναι μέσω της χρήσης βίντεο, λόγω του ότι ενεργοποιεί περισσότερο τις αισθήσεις του θεατή αλλά και λόγω της αυξημένης χρήσης των smartphones και των social mediaπου επιτρέπουν τη διάδοση στιγμιότυπων-ταινιών (clips) μεταξύ των διαφόρων χρηστών τους, ιδιαίτερα των νέων. Ωστόσο, επιβάλλεται να αναφερθεί ότι οι Βρετανοί καταναλωτές λ.χ. προτιμούν να μάθουν την ιστορία ενός brand πρωτίστως από την ιστοσελίδα του, το blog του ή το newsletter του και δευτερευόντως από τις διαφημίσεις στην ιστοσελίδα του και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό σημαίνει ότι επιθυμούν περισσότερο οι ίδιοι να αναζητήσουν πληροφορίες για μία μάρκα ή μέσω αυτής, ώστε να τη γνωρίσουν, παρά να απευθυνθούν σε γνωστούς τους ή σε τρίτους.     
Συμπερασματικά, η αφήγηση ιστοριών συνιστά ένα ισχυρό και αποτελεσματικό εργαλείο που δίνει προσωπικότητα σε ένα brand, καθιστώντας το αυθεντικό στους καταναλωτές. Ουσιαστικά με το storytelling μία μάρκα εκπαιδεύει, ψυχαγωγεί, εμπνέει και γενικά αλληλεπιδρά με τους υποψήφιους αγοραστές οικοδομώντας έτσι βαθύτερους συναισθηματικούς δεσμούς με αυτούς. Αυτοί με τη σειρά τους όσο πιο πολύ ευχαριστηθούν την ιστορία ενός brand-σε σημείο ώστε αυτή να χαραχθεί στην μνήμη τους-τόσο πιο πιθανό είναι να το διαλέξουν. Ενδεικτικά, το 55% των Βρετανών δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν τα προϊόντα ενός brand εάν τους αρέσει η αφήγηση που θα δουν και θα ακούσουν, το 44% αυτών θα μοιραστούν και θα διαδώσουν την ιστορία σε γνωστούς τους, ενώ το 15% αυτών θα το αγοράσουν κατευθείαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Συνεπώς το storytelling αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο προσέλκυσης πελατών και αύξησης των πωλήσεων ενός brand!